“Όταν ο καρκίνος σου χτυπάει την πόρτα στα 21 σου χρόνια”
Ο Χ. Ν. στις αρχές Νοεμβρίου του 2019 εμφάνισε ένα πρήξιμο στο λαιμό. Απευθύνθηκε τότε σε μία γνωστή του στο Λαϊκό νοσοκομείο με τη σκέψη ότι ίσως πρόκειται για κάποια φλεγμονή. Τελικά όμως η διάγνωση ήταν πολύ διαφορετική: λέμφωμα hodgkin.
Το άκουσμα της νόσου αποτέλεσε σοκ για τον Χ. Ξαφνικά ήρθε αντιμέτωπος με μια νέα πραγματικότητα και ανησυχίες πολύ διαφορετικές από αυτές ενός νέου 21 ετών. Φόβος και άγχος τον κατέκλυσαν σχετικά με την ασθένεια, την εξέλιξη, τη διαχείρισή και την πιθανή κακή της κατάληξη. Έτρεμε στη σκέψη των αλλαγών που θα έρχονταν, καθώς και της θεραπείας που θα ακολουθούσε.
Η θεραπεία ξεκίνησε σύντομα με το θεραπευτικό σχήμα να περιλαμβάνει 6 κύκλους χημειοθεραπειών, οι οποίοι διήρκησαν έως το Μάιο 2020. Ειδικά στην αρχή ο ίδιος δηλώνει πολύ φοβισμένος. Την κατάσταση στην οποία βρισκόταν επιδείνωνε το χάος το οποίο επικρατούσε στο νοσοκομείο. Μεγάλη συμφόρηση, ώρες αναμονής για τη θεραπεία, ασθενείς διαφορετικών ηλικιών και διαφορετικών σταδίων στον ίδιο χώρο θεραπείας επιβάρυναν ψυχολογικά την κατάστασή του.
Την παραπάνω κατάσταση βελτίωσε κατά τη γνώμη του ο κορονοϊός. Η συμφόρηση στο νοσοκομείο ήταν λιγότερη, όπως και η αναμονή και η ταλαιπωρία. Ήταν μόνος του εκεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας κάτι που το προτιμούσε, καθώς του εξασφάλιζε περισσότερη ηρεμία.
Η εμπειρία του με τους γιατρούς ήταν καλή σε γενικές γραμμές. Δεν του άρεσε όμως καθόλου το γεγονός ότι πολλές φορές δεν του αποκάλυπταν πολλές πληροφορίες για την κατάστασή του λόγω της μικρής του ηλικίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του δημιουργείται πλήθος από αρνητικές σκέψεις, κάτι που επιβάρυνε την κατάσταση του. Ένα ακόμη σημαντικό θέμα που περιγράφει είναι αυτό με την έλλειψη φαρμάκων, κάτι που συνέβη και σε εκείνον.
Εμψύχωση και συμπαράσταση στο νοσοκομείο βρήκε από μεγαλύτερους ασθενείς, ειδικά έναν 60χρονο με παρόμοια ασθένεια (μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων) σε αντίθεση με νεότερους ασθενείς που οι γονείς τους έβαζαν όρια στη μεταξύ τους επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Η απόσταση που έτσι δημιουργούνταν μεταξύ αυτού και άλλων νεαρών ασθενών και η στάση των φροντιστών τους τον επηρέαζαν αρνητικά. Για το λόγο αυτό στο σημείο αυτό έθιξε τη σημασία ύπαρξης υποστηρικτικών δομών και υπηρεσιών όπου θα εκπαιδεύονται οι φροντιστές στη διαχείριση της ασθένειας και καλύτερη προσέγγιση του ασθενούς.
Καθ’ όλη την πορεία της νόσου είχε την υποστήριξη της οικογένειάς του. Οι γονείς του τον συνόδευαν σε θεραπείες, σε συναντήσεις με γιατρούς και προσπαθούσαν να κάνουν πράγματα γι’ αυτόν που πίστευαν πως είχε ανάγκη. Η μητέρα του μάλιστα έμεινε μαζί του για 6 μήνες προκειμένου να είναι κοντά του και να τον φροντίζει. Η αντιμετώπισή τους όμως ως άρρωστο και ως παιδί καθόλου δεν του άρεσε, καθώς λειτουργούσε σαν συνεχή υπενθύμιση της κατάστασής του. Η στάση τους, δεν τον βοηθούσε, όπως και το γεγονός ότι πολλές φορές ένιωθε πιο ψύχραιμος απ’ αυτούς, σε σημείο που κάποιες στιγμές ήταν αυτός ο οποίος τους παρηγορούσε.
Όσον αφορά τους φίλους κράτησε επαφή με κάποιους, αλλά γενικότερα απέφευγε επαφές και συναντήσεις. Δεν του άρεσε το αίσθημα λύπησης που εισέπραττε από το κοινωνικό του περιβάλλον. Το γεγονός ότι έρχονταν σε επαφή μαζί του γνωστοί απ’ το παρόν και το παρελθόν, όχι επειδή ήθελαν, αλλά επειδή ο ίδιος νοσούσε, τον ενοχλούσε πολύ. Ο ίδιος αναφέρει να βιώνει ένα αίσθημα ‘περίεργης’ μοναξιάς με παρέες και φίλους, καθώς ένιωθε πως κανείς δεν μπορούσε πραγματικά να καταλάβει αυτό που περνούσε.
Ο Χ. παρά τις δυσκολίες της ασθένειας, τις ψυχοσυναισθηματικές μεταπτώσεις και το αίσθημα στασιμότητας που τον κατέβαλε κατά τη διάρκεια της νόσησης προσπάθησε να μην το βάλει κάτω. Συνέχισε όσο μπορούσε να ασχολείται με δραστηριότητες που έκανε και πριν απ’ την ασθένεια και αφοσιώθηκε στη σχολή του. Αυτή τη στιγμή ο Χ. είναι καλά. Κατάφερε να πάρει το πτυχίο του από το Φυσικό Τμήμα του Ε.Κ.Π.Α. και σχεδιάζει να παρακολουθήσει κάποιο μεταπτυχιακό στο εξωτερικό. Προσπαθεί να μην σκέφτεται την ασθένεια και να κάνει σχέδια για το μέλλον.
Παρόλο που αυτή τη στιγμή οι εξετάσεις του είναι καθαρές, υπάρχει μέσα του ο φόβος της υποτροπής. Αυτό το συναίσθημα, το οποίο χαρακτηρίζει ως πολύ έντονο, κυριαρχεί πριν κάθε εξέταση επανελέγχου. Μάλιστα αναφέρει πως κατά τη διάρκεια μίας εξέτασης, εξαιτίας ενός ιατρικού λάθους, ένιωσε να παραλύει για 15 ολόκληρες ημέρες. Η πιθανότητα υποτροπής, η διαδικασία της θεραπείας και οι επιπτώσεις που αυτές θα έχουν στη ζωή του του προκαλούν έντονο άγχος κάποιες φορές και αυξάνουν τις υπάρχουσες φοβίες του. Κάτι άλλο που τον απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι το άγχος επαναφοράς στις ανησυχίες της νεαρής του ηλικίας και στην κοινωνική ζωή.
Η ασθένεια ήρθε αναπάντεχα στη ζωή του Χ. βάζοντας φρένο και φραγμούς στα όνειρα και στην ξεγνοιασιά της πρώιμης ενήλικης ζωής. Παρά όμως τις δυσκολίες και τα δυσάρεστα συναισθήματα ο Χ. κατάφερε να σταθεί όρθιος και να πιάσει το νήμα της ζωής του πάλι απ’ την αρχή. Μέρος αυτού του νέου ξεκινήματος είναι το μοίρασμα της προσωπικής του ιστορίας. Με αυτό τον τρόπο ελπίζει να στηρίξει κυρίως νεότερους ασθενείς λέγοντας τους ότι δεν είναι μόνοι, ακόμα και τη στιγμή που όλα καταρρέουν γύρω τους. Τέλος, επιθυμεί να τους προτρέψει να συνεχίζουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, την ενασχόληση με τις καθημερινές τους δραστηριότητες, μην αφήνοντας με αυτό τον τρόπο την ασθένεια να τους καταβάλλει και να τους περιορίζει.